χελώνεια

χελώνεια
χελώνειον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελώνειος — α, ο, Ν [χελώνα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χελώνα («χελώνεια ταχύτητα») 2. κατασκευασμένος από όστρακο χελώνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”